- σουλφαμιδοβενζοϊκός
- και σουλφαμινοβενζοϊκός, -ή, -ό, Νφρ. «σουλφαμιδοβενζοϊκό οξύ»χημ. περιληπτική ονομασία τριών οργανικών αρωματικών οξέων, ισομερών μεταξύ τους, κυριότερο από τα οποία είναι το ο-σουλφαμιδοβενζοϊκό οξύ, με αφυδάτωση τού οποίου προκύπτει η τεχνητή γλυκαντική ύλη σακχαρίνη.
Dictionary of Greek. 2013.